Τι είναι η Ψωρίαση;

Η Ψωρίαση είναι μια χρόνια φλεγμονώδης, μη μεταδιδόμενη, Αυτοάνοση Νόσος που εμφανίζεται ως χρόνια δερματοπάθεια και έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχολογία και στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Σύμφωνα με τον ερευνητή, Dr. Usman Khalid, θεωρείται συστημική φλεγμονώδης νόσος που επιδρά σε όλο τον οργανισμό και όχι μεμονωμένα σε ένα σημείο του δέρματος.  Η Ψωρίαση οφείλεται σε ένα συγκερασμό παραγόντων που προκαλούν διαταραχές στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και οδηγούν σε χρόνια φλεγμονή, η οποία αποτυπώνεται κυρίως στο δέρμα.

Ο μηχανισμός μέσω του οποίου προκαλείται η Ψωρίαση περιγράφεται ως εξής: κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και συγκεκριμένα τα Τ-λεμφοκύτταρα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, κυκλοφορούν στα αιμοφόρα αγγεία του χορίου κάτω από την επιδερμίδα. Στην περίπτωση της Ψωρίασης, η συγκεκριμένη κατηγορία κυττάρων ασκεί τη δράση της μέσα από την απελευθέρωση ορισμένων ουσιών, όπως η ιντερφερόνη γ (IFN-γ) και οι ιντερλευκίνες 1, 15, 17 και 23. Οι ουσίες αυτές διαταράσσουν τη λειτουργία των κυττάρων της επιδερμίδας και σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις μεταβολές εκείνες που φέρουν ως επακόλουθο την εμφάνιση των βλαβών της Ψωρίασης.

Κατ’ ουσίαν, το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού αναγκάζει τα κύτταρα του δέρματος (κερατινοκύτταρα) να ωριμάσουν και να πολλαπλασιαστούν με ταχύτερους ρυθμούς. Σε άτομα που δεν πάσχουν από Ψωρίαση, η ωρίμανση των κυττάρων του δέρματος είναι φυσιολογική, καθώς επιτυγχάνεται η μεταφορά αυτών στην επιφάνεια του δέρματος και ακολουθεί η απόπτωση περίπου σε 28 μέρες. Όμως, τα κερατινοκύτταρα του δέρματος των ατόμων με Ψωρίαση, πολλαπλασιάζονται και διαφοροποιούνται με ταχείς ρυθμούς, με αποτέλεσμα να ανανεώνονται μέσα σε χρονικό διάστημα περίπου 4 ημερών.

Παρά ταύτα, ο οργανισμός αδυνατεί να ανταποκριθεί σε αυτούς τους τόσο γρήγορους ρυθμούς ανανέωσης των κυττάρων του δέρματος, καθώς δεν είναι σε θέση να αποβάλει τόσο άμεσα τα πλεονάζοντα κύτταρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μία σωρεία κυττάρων, τα οποία αντικατοπτρίζουν τις χαρακτηριστικές δερματικές αλλοιώσεις της Ψωρίασης.

Κλινικά σημεία και συμπτώματα Ψωρίασης

Στο δέρμα των ψωριασικών ασθενών αναπτύσσονται ερυθηματολεπιδώδεις βλατίδες, οι οποίες συνενούνται και σχηματίζουν στρογγυλές ή ωοειδείς πλάκες, σαφώς αφοριζόμενες από το πέριξ φυσιολογικό δέρμα. Οι πλάκες αυτές καλύπτονται από αργυρόχροα λέπια, τα οποία είναι προσκολλημένα και έπειτα από την αφαίρεση τους σχηματίζονται στικτές αιμορραγικές βλάβες (σημείο Auspitz). Επίσης, οι πλάκες αυτές προκαλούν ένα αίσθημα καύσου, πόνο και κνησμό.

Τα συμπτώματα αυτά μπορούν να εκδηλωθούν σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Εντούτοις, η Ψωρίαση έχει εκλεκτική εντόπιση στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό της κεφαλής, στη γλουτιαία πτυχή, στους όνυχες των χειρών και ποδών, στο κατώτερο σημείο της μέσης μας, στις παλάμες και στα πέλματα.

Τα κλινικά αυτά χαρακτηριστικά της Ψωρίασης παρουσιάζονται στην κατά πλάκας Ψωρίαση, η οποία αποτελεί την πιο συχνά εμφανιζόμενη μορφή Ψωρίασης. Υπάρχουν, βέβαια, κι άλλες σπανιότερες μορφές Ψωρίασης, στις οποίες περιλαμβάνονται η Σταγονοειδής Ψωρίαση, η Ανάστροφη Ψωρίαση, η Ψωρίαση των γεννητικών οργάνων, η Φλυκταινώδης Ψωρίαση, η Ερυθροδερμική Ψωρίαση, η Ψωριασική αρθρίτιδα και η Ψωριασική ονυχία.

 

Η μη μεταδοτικότητα της Ψωρίασης

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ορισμένα άτομα αποφεύγουν να πλησιάσουν σε πολύ κοντινή απόσταση ασθενείς με Ψωρίαση ή να μοιραστούν μαζί τους διάφορα αντικείμενα, επειδή έχουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι η Ψωρίαση μεταδίδεται. Ίσως, στο νου κάποιων η Ψωρίαση συγχέεται με την ψώρα, λόγω της σχεδόν παρόμοιας προφοράς των δύο αυτών λέξεων.

Παρά ταύτα, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η Ψωρίαση σε καμία περίπτωση δεν είναι μεταδοτική. Πρόκειται για ένα αυτοάνοσο νόσημα που προκαλείται από μία υπερδιέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος και δεν έχει καμία σχέση με την ψώρα. Συνεπώς, δε χρειάζεται να επικρατεί φόβος για το αν μας κόλλησε κάποιος ή να ανησυχούμε στη σκέψη ότι το μεταδώσαμε στους οικείους μας.

 

Η Ψωρίαση με αριθμούς

Η Ψωρίαση προσβάλλει το 1,5%-3% του πληθυσμού, παγκοσμίως. Στην Ελλάδα, οι πάσχοντες/ουσες ανέρχονται στις 200.000. Το 35% των ασθενών αναφέρει θετικό οικογενειακό ιστορικό της νόσου. Η Ψωρίαση παρουσιάζεται με την ίδια συχνότητα και στα δυο φύλα, ανεξαρτήτως ηλικίας. Βέβαια, με βάση το Σωματείο Υποστήριξης Ψωριασικών Ασθενών «Καλυψώ», η συνήθης ηλικία έναρξης θεωρείται η 3η-4η δεκαετία της ζωής.

 

Αιτίες Ψωρίασης

Η Ψωρίαση αποτελεί μία νόσο πολυπαραγοντικής αιτιολογίας με πολλαπλά δυνητικά αίτια. Όπως όλα τα αυτοάνοσα νοσήματα, ακολούθως και η Ψωρίαση προκαλείται από παράγοντες που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, με αποτέλεσμα αυτό να επιτίθεται στα κύτταρα του ίδιου του οργανισμού του.

Εμπλέκονται μηχανισμοί αυτοανοσίας και φλεγμονώδεις οδοί με την ταυτόχρονη συμμετοχή περιβαλλοντικών και ανοσολογικών παραγόντων. Επιπλέον, βάσει επιδημιολογικών δεδομένων και παρατηρήσεων, υποστηρίζεται ότι υπάρχει κάποια γενετική προδιάθεση η οποία συνδυαζόμενη με τους εκλυτικούς παράγοντες οδηγεί στην παθολογική διέγερση κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος.

Εκλυτικοί παράγοντες κινδύνου θεωρούνται αυτοί που επιδρούν σε ένα γενετικά προδιατεθειμένο άτομο και πυροδοτούν την έναρξη της νόσου. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ορισμένες λοιμώξεις (στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα, ΗΙV), η χρήση ορισμένων φαρμάκων (αντικαταθλιπτικά και αντιυπερτασικά φάρμακα κ.ά.), η παχυσαρκία, το αλκοόλ, το κάπνισμα, καθώς και οι απότομες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Επίσης, η Ψωρίαση μπορεί να εκδηλωθεί, έπειτα από κάποιον τραυματισμό, μέσω του φαινομένου Koebner.

Παράλληλα, διαταραχές στη λειτουργία της υπόφυσης, του θυρεοειδούς ή των επινεφριδίων και διάφορες ορμονικές ανισορροπίες μπορεί να επιταχύνουν την ανάπτυξη των βλαβών της νόσου. Επιπρόσθετα, οι ελλείψεις σε μικροθρεπτικά στοιχεία και βιταμίνες, που συμβάλλουν στη διεκπεραίωση των μεταβολικών διεργασιών του οργανισμού, επιδρούν αρνητικά στην πορεία της ασθένειας και συντείνουν στη διατήρηση της φλεγμονής.

Λόγου χάρη, πολυάριθμες μελέτες έχουν καταδείξει ότι η Βιταμίνη D3 μπορεί να συνδράμει στη θεραπευτική αντιμετώπιση της Ψωρίασης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, κατά τους θερινούς μήνες, παρατηρείται ύφεση των συμπτωμάτων της Ψωρίασης, εξαιτίας της βελτίωσης των επιπέδων της Βιταμίνης D. Επίσης, σε συνθήκες στρες, απελευθερώνονται από το σώμα ορμόνες που προκαλούν διαταραχές στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Δυσάρεστα συμβάντα, όπως η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση της Ψωρίασης ή με επιδείνωση των συμπτωμάτων σε ήδη νοσούντες.

Παράλληλα, ερευνητές του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σεν Λούις των ΗΠΑ εντόπισαν μεταλλάξεις του γονιδίου CARD14 σε δύο οικογένειες με ιστορικό της νόσου. Οι μεταλλάξεις του γονιδίου αυξάνουν την ενεργότητα του παράγοντα NF-kB,  ο οποίος προάγει την έκφραση γονιδίων και παράγει μόρια που «προσκαλούν» κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος στο δέρμα, πυροδοτώντας την έναρξη του φαύλου κύκλου της φλεγμονής, το οποίο είναι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ψωρίασης.

 

Ψωρίαση και συνοδά νοσήματα

Έχουν διεξαχθεί έως σήμερα περισσότερες από 25 μεγάλες μελέτες που επισημαίνουν τη σύνδεση της Ψωρίασης με περισσότερα από 17 αυτοάνοσα νοσήματα. Επιπλέον, οι πάσχοντες από Ψωρίαση διατρέχουν κατά 27% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και παρουσιάζουν αυξημένη προδιάθεση ανάπτυξης μεταβολικού συνδρόμου, ιδιοπαθούς φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, χρόνιας νεφρικής νόσου και καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Επίσης, τα άτομα με Ψωρίαση έχουν 52% υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του πνεύμονα και των βρόγχων, 46% αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του παγκρέατος, καθώς και κατά 43% αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης πλακώδους καρκινώματος του δέρματος. Παράλληλα, η Ψωρίαση επιδρά αρνητικά στην εμφάνιση των ασθενών και συνδέεται με ψυχιατρική συννοσηρότητα και εξασθένηση της ποιότητας ζωής. Γι’ αυτούς τους λόγους, χρήζει θεραπευτικής αντιμετώπισης.

 

Θεραπευτικές προσεγγίσεις για την Ψωρίαση

Οι συνήθεις θεραπείες που εφαρμόζονται για την Ψωρίαση περιλαμβάνουν τη χορήγηση Κυκλοσπορίνης, Μεθοτρεξάτης, Ρετινοειδών και Τοπικών Κορτικοστεροειδών. Εντούτοις, αυτές οι θεραπευτικές προσεγγίσεις βασίζονται μόνο στη μείωση των συμπτωμάτων της νόσου και προκαλούν δυσάρεστες παρενέργειες στον ανθρώπινο οργανισμό, όπως ναυτία, αύξηση των ηπατικών ενζύμων και των τριγλυκεριδίων ορού, ξηρότητα του δέρματος και των βλεννογόνων, τριχόπτωση, νεφρική βλάβη και αρτηριακή υπέρταση.

 

Σύγχρονη Ιατρική αντιμετώπιση

Για την αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση της Ψωρίασης, χρειάζεται να επιτευχθεί μία θεραπεία επί των έσω, η οποία μπορεί να ανιχνεύσει τις αιτίες που προκαλούν τη βιοχημική εκτροπή και έχουν ως επακόλουθο την εμφάνιση της Ψωρίασης και τη διατήρηση της χρονιότητας της. Η σύγχρονη Ιατρική προσέγγιση ερευνά τις πραγματικές αιτίες της Ψωρίασης και διαφοροποιείται συγκριτικά με τις κλασικές θεραπευτικές μεθόδους ως προς τα κάτωθι.

Ο ασθενής συμπληρώνει ένα ιατρικό ιστορικό, με τη βοήθεια του οποίου εξετάζεται το σύνολο των επιγενετικών παραγόντων που ενοχοποιούνται ο καθένας ξεχωριστά ή σε συνδυασμό μεταξύ τους για την αυτοανοσία. Επιπλέον, πραγματοποιούνται εξειδικευμένες μοριακές εξετάσεις, μέσω των οποίων ανευρίσκονται σε κυτταρικό επίπεδο οι ανισορροπίες και ελλείψεις του οργανισμού που συνεργικά αποδιοργανώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα και εν τέλει οδηγούν στην εκδήλωση της νόσου.

Βάσει των διαγνωστικών ευρημάτων, εκπονούνται εξατομικευμένα ιατρικά πρωτόκολλα τα οποία αντιμετωπίζουν τα αίτια που προκάλεσαν την Ψωρίαση. Πρόκειται, δηλαδή για μία αιτιολογική αντιμετώπιση κι όχι συμπτωματική. Τα θεραπευτικά εκείνα πρωτόκολλα που στοχεύουν στην εξάλειψη των αιτιών είναι τα μόνα που μπορούν να επαναφέρουν την ομοιόσταση σε κυτταρικό και ορμονικό επίπεδο και κατά συνέπεια να συνδράμουν στη μερική ή ολική αποκατάσταση της Ψωρίασης.

Η πορεία της νόσου εξετάζεται σε μηνιαία βάση και οι αγωγές παραμετροποιούνται με γνώμονα το σύνολο των συμπτωμάτων και των βιοχημικών δεικτών. Με αυτές τις μεθόδους, βελτιστοποιείται ο χρόνος θεραπείας και επιτυγχάνεται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, βελτιώνεται η συνολική υγεία των ασθενών και ενισχύεται σημαντικά η ποιότητα ζωής τους.

 

 

Διαβάστε επίσης


Ψωρίαση & διατροφή
Βιταμίνη D: Πως επηρεάζει τα αυτοάνοσα νοσήματα;

 

Πηγές – Βιβλιογραφία

1.      “Psoriasis”. Merriam-Webster Dictionary.

2.      “Questions and Answers About Psoriasis”. National Institute of Arthritis and Musculoskeletal and Skin Diseases. 12 April 2017. Archived from the original on 22 April 2017. Retrieved 22 April 2017.

3.      Parisi R, Symmons DP, Griffiths CE, Ashcroft DM (February 2013). Identification and Management of Psoriasis and Associated ComorbidiTy (IMPACT) project team. “Global epidemiology of psoriasis: a systematic review of incidence and prevalence”. The Journal of Investigative Dermatology. 133 (2): 377–85. doi:10.1038/jid.2012.339. PMID 23014338.

4.      LeMone P, Burke K, Dwyer T, Levett-Jones T, Moxham L, Reid-Searl K (2015). Medical-Surgical Nursing. Pearson Higher Education AU. p. 454. ISBN 9781486014408.

5.      Yesudian PD, Chalmers RJ, Warren RB, Griffiths CE (January 2012). “In search of oral psoriasis”. Archives of Dermatological Research. 304 (1): 1–5. doi:10.1007/s00403-011-1175-3. PMID 21927905. S2CID 33434341.

6.      Greenberg MS, Glick M, Ship JA, eds. (2008). Burket’s oral medicine (11th ed.). Hamilton, Ont: BC Decker. pp. 103–4. ISBN 978-1-55009-345-2.

7.      Chimenti MS, Saraceno R, Chiricozzi A, Giunta A, Chimenti S, Perricone R (April 2013). “Profile of certolizumab and its potential in the treatment of psoriatic arthritis”. Drug Design, Development and Therapy. 7: 339–48. doi:10.2147/DDDT.S31658. PMC 3633576. PMID 23620660.

8.      Tan ES, Chong WS, Tey HL (December 2012). “Nail psoriasis: a review”. American Journal of Clinical Dermatology. 13 (6): 375–88. doi:10.2165/11597000-000000000-00000. PMID 22784035. S2CID 8561015.

9.      Krueger G, Ellis CN (July 2005). “Psoriasis–recent advances in understanding its pathogenesis and treatment”. Journal of the American Academy of Dermatology. 53 (1 Suppl 1): S94-100. doi:10.1016/j.jaad.2005.04.035. PMID 15968269.

10.   Smith CH, Barker JN (August 2006). “Psoriasis and its management”. BMJ. 333 (7564): 380–4. doi:10.1136/bmj.333.7564.380. PMC 1550454. PMID 16916825.