Η Ψωρίαση είναι μία Αυτοάνοση Νόσος που εκδηλώνεται σαν Χρόνια Δερματοπάθεια. Το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών με Ψωρίαση εξαναγκάζει τα δερματικά κύτταρα (κερατινοκύτταρα) να ωριμάσουν και να πολλαπλασιαστούν ταχύτερα.

Συγκεκριμένα, αυτά ανανεώνονται περίπου σε 4 ημέρες. Ο οργανισμός αδυνατεί να αποβάλλει τόσο άμεσα τα πλεονάζοντα κύτταρα. Έτσι, δημιουργείται μία πλειάδα κυττάρων, που αντικατοπτρίζουν τις χαρακτηριστικές δερματικές αλλοιώσεις της Νόσου.

Στο δέρμα, αναπτύσσονται ερυθηματολεπιδώδεις βλατίδες, που συνενούνται και σχηματίζουν στρογγυλές ή ωοειδείς πλάκες, σαφώς αφοριζόμενες από το πέριξ φυσιολογικό δέρμα. Οι πλάκες αυτές καλύπτονται από αργυρόχροα λέπια.

Τα λέπια αυτά είναι προσκολλημένα και έπειτα από την αφαίρεση τους, σχηματίζονται στικτές αιμορραγικές βλάβες (σημείο Auspitz). Οι πλάκες ενίοτε προκαλούν αίσθημα καύσου, πόνο και κνησμό.

Τα συγκεκριμένα συμπτώματα εντοπίζονται συνηθέστερα στους αγκώνες, στα πόδια, στο κάτω μέρος της πλάτης, στις παλάμες, στα πέλματα, στα γεννητικά όργανα, στο τριχωτό της κεφαλής, στο στόμα και στο πρόσωπο.

Η Ψωρίαση δεν προκαλείται από κάποιον ιό ή βακτήριο, γι’ αυτό και δεν μεταδίδεται. Ωστόσο, συσχετίζεται με την εμφάνιση μίας πλειάδας συνοδών παθήσεων. Επιπλέον, έχει μεγάλο αντίκτυπο και στην ψυχική υγεία των ασθενών.

Λόγω του ότι εκδηλώνεται με περιόδους υφέσεων και εξάρσεων, μπορεί να παρουσιαστούν επαναλαμβανόμενες και συνεχείς υποτροπές.

 

Ποιοι είναι οι παράγοντες που μπορούν να πυροδοτήσουν τις εξάρσεις της Ψωρίασης;

Οποιοσδήποτε παράγοντας μπορεί να αλλοιώσει τη βιοχημική ή γενετική πληροφορία σε επίπεδο κυττάρου, έτσι ώστε αυτό να αναγνωρίζεται ως ξένο από το ανοσοποιητικό σύστημα, ενοχοποιείται για την έξαρση της Νόσου.

Σε αυτούς περιλαμβάνονται η ορμονική ανισορροπία, το διαρρέον έντερο, η διαπερατότητα ή/και φλεγμονή του εντέρου, η μυκητιασική υπερανάπτυξη ή βακτηριακή δυσβίωση στο λεπτό έντερο, η ελλιπής σε μικρο-και μακροθρεπτικά συστατικά διατροφή, η γλυκοζυλίωση, η μεθυλίωση, το οξειδωτικό stress και η συσσώρευση τοξικότητας στο λιπώδη ιστό των κυττάρων μας.

Επιπλέον παράγοντες που ενοχοποιούνται για την επιδείνωση των συμπτωμάτων της Ψωρίασης είναι οι ακόλουθοι:

  • Ψυχογενείς παράγοντες. Δυσάρεστα συμβάντα έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση της Ψωρίασης ή με επιδείνωση των συμπτωμάτων σε ήδη νοσούντες (αγχωτική Ψωρίαση).
  • Λοιμώξεις. Οι στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις εμπλέκονται στην έξαρση ορισμένων παιδικών μορφών της νόσου (σταγονοειδής μορφή). Άλλες φλεγμονές, κυρίως του αναπνευστικού συστήματος, μπορεί να δράσουν στο ίδιο επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ψωριασικές βλάβες υποχωρούν μετά την ίαση της φλεγμονής.
  • Τραυματισμοί. Κάποιοι τραυματισμοί του δέρματος (π.χ. γρατσουνιές, κόψιμο, ηλιακά εγκαύματα, τρίψιμο του δέρματος, τσιμπήματα εντόμων, δερματοστιξία) ενοχοποιούνται για την πρόκληση του φαινομένου Koebner. Το φαινόμενο αυτό ευθύνεται για την επιδείνωση των δερματικών βλαβών της Ψωρίασης.
  • Ενδοκρινικοί παράγοντες. H υπογλυκαιμία και οι διαταραχές στη λειτουργία της υπόφυσης, του θύμου, του θυρεοειδούς ή των επινεφριδίων μπορεί να επιταχύνουν την εμφάνιση βλαβών της νόσου.
  • Υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία. Συνήθως το ηλιακό φως δρα ευεργετικά στην Ψωρίαση. Παρ’όλα αυτά, στο 20% των περιπτώσεων μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση των συμπτωμάτων.
  • Εμβολιασμοί και φάρμακα. Ορισμένα φάρμακα (π.χ. β-αποκλειστές, λίθιο, ανθελονοσιακά, μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, αποκλειστές διαύλων ασβεστίου, ιντερλευκίνες, ιντερφερόνες, υπολιπιδαιμικά φάρμακα, αναστολείς TNF, κ.ά.) μπορούν να επιφέρουν έξαρση της νόσου.
  • Έντονες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας
  • Αυξημένη χρήση αλκοόλ και καπνίσματος

 

Οι μέχρι σήμερα Ιατρικές Πρακτικές παρέχουν βραχυπρόθεσμες λύσεις, καθώς συμβάλλουν μόνο στον περιορισμό των συμπτωμάτων της Νόσου.

Οι ασθενείς εφ’ όρου ζωής υπόκεινται σε πολλαπλές φαρμακευτικές αγωγές, που ενοχοποιούνται για την εκδήλωση μίας σωρείας ανεπιθύμητων παρενεργειών. Η Ψωρίαση όμως δεν αντιμετωπίζεται οριστικά. Αντιθέτως, τα προβλήματα σταδιακά πολλαπλασιάζονται και η ψυχολογία των ασθενών επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο.

 

Η Ψωρίαση μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με Σύγχρονες Θεραπείες Ιατρικής Ακριβείας.

Διάφορα περιστατικά Ψωρίασης που παρακολουθούσαμε κατά καιρούς αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς και πολλοί ασθενείς κατάφεραν να δώσουν λύση στο πρόβλημα τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένας ασθενής που είχε έρθει στο Ιατρείο με συμπτώματα Ψωρίασης από το κεφάλι έως τα άκρα. Οι δερματικές αλλοιώσεις ήταν κόκκινες, πρησμένες και εμφανέστατες.

Αντί να χρησιμοποιήσουμε δυνητικά επιβλαβείς κρέμες ή να καταφύγουμε στη χορήγηση φαρμάκων, εστιάσαμε στην εκπόνηση Αυστηρά Εξατομικευμένων Θεραπευτικών Πρωτοκόλλων, τα οποία στοχεύουν στην εξάλειψη των αιτιών που οδήγησαν στην εμφάνιση των συμπτωμάτων της Ψωρίασης.

Η λύση ήταν απλή, αλλά ισχυρώς αποτελεσματική. Η φαγούρα είχε σταματήσει από τον πρώτο κιόλας μήνα θεραπείας. Το δεύτερο μήνα άρχισε η επούλωση. Σε τέσσερις μήνες, είχαν εξαλειφθεί πολλά σημάδια, καθώς και όλα τα στίγματα.

Οι δερματικές βλάβες είχαν μικρύνει, το χρώμα τους ήταν ροζ και δεν υπήρχαν πλέον λέπια. Μέσα σε χρονικό διάστημα οκτώ μηνών, εντοπίζονταν μόνο λευκά σημάδια, τα οποία είχαν αποχρωματιστεί, ενώ δεν είχε αναπτυχθεί καμία καινούργια βλάβη.

Αυτό είναι μόνο ένα από τα εκατοντάδες περιστατικά που εφαρμόζονται στην κλινική πράξη επί πολλά έτη, με υψηλά ποσοστά επιτυχίας και επαναρρύθμισης του οργανισμού. Οι συγκεκριμένες Ιατρικές Πρακτικές βασίζονται σε ορισμένους άξονες.

Με Εξετάσεις Υψηλής Ακριβείας, εντοπίζονται, σε κυτταρικό και σε γονιδιακό επίπεδο, τα ακριβή αίτια της Ψωρίασης. Με γνώμονα τα ακριβή διαγνωστικά ευρήματα, εκπονούνται Αυστηρά πλέον Θεραπευτικά Σχήματα, τα οποία προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε οργανισμού ξεχωριστά.

Μέσω των συγκεκριμένων Θεραπευτικών Σχημάτων, επανέρχεται η ομοιόσταση σε κυτταρικό και ορμονικό επίπεδο, προάγεται η ποιότητα ζωής των ασθενών, ενισχύονται τα σωματικά και κατ’ επέκταση τα ψυχικά αποθέματα και ελαχιστοποιούνται οι όποιες πιθανότητες υποτροπής της νόσου.

Με αυτές τις Σύγχρονες και Ακριβείς Μεθόδους, μπορεί να επιτευχθεί σταδιακά η μερική ή ολική θεραπευτική αντιμετώπιση της Ψωρίασης.

Κλείστε τώρα το ραντεβού σας!!

 

Δρ. Νικολέτα Κοΐνη

Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος, MSc in Genomic Medicine and Healthcare

Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής.

(Diplomate and Board Certified in Anti-aging, Preventive, Functional and Regenerative Medicine from A4M (American Academy in Antiaging Medicine).

 

Διαβάστε επίσης


Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος: το αυτοάνοσο που προσβάλλει κατά 90% νέες γυναίκες

Ποια είναι τα 4 πιο επικίνδυνα Αυτοάνοσα Νοσήματα;

Η σωστή Διατροφή μπορεί να αποδειχθεί σύμμαχος κατά της Ψωρίασης

 

References:

  1. Parisi R, Symmons DP, Griffiths CE, Ashcroft DM (February 2013). Identification and Management of Psoriasis and Associated ComorbidiTy (IMPACT) project team. “Global epidemiology of psoriasis: a systematic review of incidence and prevalence”. The Journal of Investigative Dermatology. 133 (2): 377–85.
  2. Palfreeman AC, McNamee KE, McCann FE (March 2013). “New developments in the management of psoriasis and psoriatic arthritis: a focus on apremilast”. Drug Design, Development and Therapy. 7: 201–10.
  3. Rendon A, Schäkel K (March 2019). “Psoriasis Pathogenesis and Treatment”. International Journal of Molecular Sciences. 20 (6): 1475.
  4. Soleymani T, Hung T, Soung J (April 2015). “The role of vitamin D in psoriasis: a review”. International Journal of Dermatology. 54 (4): 383–92.
  5. Major depression and psoriasis: a psychodermatological phenomenon. Tohid H. Aleem D. Jackson C. Skin Pharmacol Physiol. 2016;29:220–230.
  6. “Questions and Answers About Psoriasis”. National Institute of Arthritis and Musculoskeletal and Skin Diseases. 12 April 2017. Archived from the original on 22 April 2017. Retrieved 22 April 2017.
  7. Perceived relationships between severity of psoriasis symptoms, gender, stigmatization and quality of life. Böhm D, Stock Gissendanner S, Bangemann K, et al. J Eur Acad Dermatol Venereol. 2013;27:220–226.
  8. Psoriasis and comorbid diseases: epidemiology. Takeshita J, Grewal S, Langan SM, Mehta NN, Ogdie A, Van Voorhees AS, Gelfand JM. J Am Acad Dermatol. 2017;76:377–390.