Είναι αρκετά δύσκολο στις μέρες μας να συμπεριλάβουμε στην καθημερινή μας διατροφή την απαιτούμενη ποσότητα βιταμινών που χρειάζεται το σώμα μας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η υγεία μας. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στη βιομηχανοποίηση των τροφών, με σκοπό την επιτάχυνση της παραγωγής. Έχει αποδειχθεί ότι τα τρόφιμα μαζικής παραγωγής είναι ελλιπή σε μικρο και μακροθρεπτικά στοιχεία, ιδιαίτερα σε βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία.
Αυτού του είδους οι ελλείψεις, όμως, μπορεί να προκαλέσουν δυσάρεστες επιπτώσεις στην υγεία μας, καθώς οι βιταμίνες δρουν ως καταλύτες για όλες τις αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στο σώμα μας. Όταν, λοιπόν, εκλείπουν από τον οργανισμό, το σώμα μας προσπαθεί με διάφορα σημάδια να δείξει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όπως σε ένα αυτοκίνητο, όταν παρουσιάζεται κάποια βλάβη σε αυτό.
Οι βιταμίνες μάς θωρακίζουν απέναντι σε ασθένειες, διότι συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού. Πέραν αυτού, νέα επιστημονικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι μπορεί να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και στη διαχείριση του σωματικού μας βάρους.
Οι ελλείψεις θρεπτικών στοιχείων και ο ρόλος τους στην παχυσαρκία
Κάτι που θα μπορούσε κανείς εύλογα να σκεφτεί είναι ότι τα άτομα με αυξημένο Δείκτη Μάζας Σώματος δεν τρέφονται σωστά, με αποτέλεσμα να μην προσλαμβάνουν τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά.
Εκτός αυτού, οι ερευνητές έχουν αναπτύξει και μία άλλη θεωρία σύμφωνα με την οποία, ακόμα και όταν γίνεται σωστή επιλογή τροφών, η έλλειψη πολύτιμων θρεπτικών συστατικών που τις χαρακτηρίζει, ως απόρροια της βιομηχανοποιημένης παραγωγής, μπορεί στην πραγματικότητα να συντελέσει στην αύξηση του σωματικού βάρους και ειδικότερα του σωματικού λίπους.
Αυτό μπορεί να κατανοηθεί, αν σκεφτούμε ότι τα περισσότερα τρόφιμα σήμερα εμπεριέχουν χημικά λιπάσματα, ουσίες, δηλαδή, ιδιαίτερα τοξικές και καρκινογόνους οι οποίες συμβάλλουν στην αύξηση του όγκου της παραγωγής τροφής.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, όλα αυτά φέρουν ως επακόλουθο να κυριεύεται ο οργανισμός από το αίσθημα της πείνας, παρόλο που είναι πλήρης από θερμίδες.
Ο φαύλος κύκλος της κακής διατροφής
Το αίσθημα της πείνας προκύπτει από ένα συνδυασμό ερεθισμάτων, όπως τα μειωμένα επίπεδα γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα και οι χαμηλές συγκεντρώσεις αμινοξέων. Λόγου χάρη, όταν παρατηρείται πτώση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, πολλά άτομα έχουν αιφνίδια όρεξη να καταναλώσουν κάτι γλυκό (υπογλυκαιμία).
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η έλλειψη μίας βιταμίνης δεν αυξάνει την όρεξη για τροφές πλούσιες στη συγκεκριμένη βιταμίνη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πολλοί ειδικοί ισχυρίζονται ότι όσοι παρουσιάζουν έλλειψη σε μία συγκεκριμένη βιταμίνη αισθάνονται πείνα, διότι τους λείπουν μία ή περισσότερες βιταμίνες. Ο οργανισμός αδυνατεί να δώσει κάποιο «σήμα» ότι δεν έχει επάρκεια βιταμινών και αποστέλλει «σήμα» ότι απλά πεινάει. Ενώ τρώει, εξακολουθεί να πεινάει, διότι δεν καταναλώνει τροφές πλούσιες σε βιταμίνες κι έτσι ακολουθεί ένας φαύλος κύκλος.
Χαμηλά επίπεδα Βιταμίνης D και αύξηση του σωματικού βάρους
Βάσει μίας μελέτης που δημοσιεύτηκε στο επίσημο περιοδικό του Αμερικανικού Κολεγίου Διατροφής, Journal of the American College of Nutrition, έχει διαπιστωθεί ότι πιθανώς το σωματικό μας βάρος σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την πρόσληψη βιταμινών και μετάλλων. Ειδικότερα, τα μειωμένα επίπεδα πολύτιμων θρεπτικών συστατικών, όπως η βιταμίνη D, δεν αποκλείεται να συντείνoυν στην αύξηση του βάρους, όπως ισχυρίζονται οι ερευνητές.
Σύμφωνα με την ανάλυση στοιχείων που αφορούσαν σε 18.000 Αμερικανούς και κάλυπταν διάστημα 7 χρόνων, διαπιστώθηκε από τους ερευνητές ότι οι συμμετέχοντες που ήταν παχύσαρκοι προσλάμβαναν κατά 5-12% χαμηλότερη ποσότητα μικροθρεπτικών συστατικών εν αντιθέσει με όσους είχαν φυσιολογικό Δείκτη Μάζας Σώματος. Επιπλέον, συγκριτικά με τα άτομα με κανονικό βάρος, παρατηρήθηκε ότι παχύσαρκοι συμμετέχοντες εμφάνιζαν κατά 20% μεγαλύτερη συχνότητα έλλειψης και βιταμίνης Α, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε ακόμη μεγαλύτερη πιθανότητα να μην καλυφθούν τα απαιτούμενα επίπεδα Βιταμίνης D.
Ο ρόλος της μειωμένης Βιταμίνης D στην εμφάνιση παχυσαρκίας
Η Βιταμίνη D είναι μία οργανική λιποδιαλυτή ουσία που κατατάσσεται στις λεγόμενες πυρηνικές ορμόνες, οι οποίες παρεμβαίνουν στην έκφραση γονιδίων στόχων. Οι βασικότερες μορφές είναι αυτή της βιταμίνης D2 (εργοκαλσιφερόλη) και της βιταμίνης D3 (χοληκαλσιφερόλη). Οι τροφές με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε βιταμίνη D είναι τα λιπαρά ψάρια, τα ιχθυέλαια, το αυγό, το συκώτι και τα μανιτάρια. Ωστόσο, η πρόσληψη της βιταμίνης D από τα τρόφιμα είναι περιορισμένη, διότι, για να μετατραπεί σε ενεργό μορφή, χρειάζεται την έκθεση του δέρματος στην ηλιακή ακτινοβολία.
Πρόσφατα επιστημονικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι, ανάμεσα στα ποικίλα οφέλη που προσφέρει η Βιταμίνη D στο σώμα μας, συγκαταλέγεται και η διαχείριση του σωματικού βάρους. Πιο συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι τα υπέρβαρα και τα παχύσαρκα άτομα με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο του 25 και 35 αντιστοίχως παρουσιάζουν συχνά έλλειψη Βιταμίνης D, συγκριτικά με όσους έχουν φυσιολογικό βάρος. Κάθε αύξηση κατά μία μονάδα του ΔΜΣ συνδέεται με πτώση των επιπέδων Βιταμίνης D κατά 1.15%. Βάσει, εξάλλου, προγενέστερων μελετών, έχει υποστηριχθεί ότι η παχυσαρκία συσχετίζεται με τα χαμηλά επίπεδα Βιταμίνης D, δίχως ωστόσο να έχει διευκρινιστεί ο ακριβής μηχανισμός της σχέσης μεταξύ αυτών.
Εντούτοις, η θεωρία σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να τεκμηριωθεί με επάρκεια ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στο ότι η Βιταμίνη D3 στους παχύσαρκους κατανέμεται στα πιο αυξημένου όγκου σημεία του σώματος τους, όπως είναι τα λιποκύτταρα και οι μύες. Συνεπώς, οι τιμές της 25(ΟΗ)D, όταν μετρώνται στο πλάσμα, δείχνουν χαμηλότερες. Έχει αναφερθεί, μάλιστα, ότι στο λιπώδη ιστό των παχύσαρκων ατόμων αποθηκεύεται περισσότερη Βιταμίνη D. Κατά συνέπεια, οι ποσότητες της Βιταμίνης D, η οποία κυκλοφορεί ελεύθερη στο αίμα για χρήση από τον οργανισμό, είναι μειωμένες.
Είναι εμφανές ότι ο λιπώδης ιστός διαθέτει υποδοχείς της Βιταμίνης D και χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να συνθέτει Βιταμίνη D, ενώ αυτή, μέσω της δράσης της σε διαφορετικά γονίδια, μπορεί να συμβάλλει στη ρύθμιση της μάζας του λιπώδους ιστού και του μεταβολισμού του λίπους με διάφορους τρόπους. Η Βιταμίνη D, επιπλέον, βοηθάει στην πρόληψη δημιουργίας σηματοδοτών της φλεγμονής από το λευκό λιπώδη ιστό, ο οποίος αποτελεί έναν συνδυασμό λιποκυττάρων και ανοσοκυττάρων. Βάσει ερευνών, μάλιστα, όταν περιορίζεται η φλεγμονή στο λιπώδη ιστό, χάρη στη Βιταμίνη D, προάγεται ο μεταβολισμός του σακχάρου.
Επιπλέον οφέλη της Βιταμίνης D για το σωματικό βάρος
Η Βιταμίνη D, συνεπώς, συντείνει στη μείωση του σχηματισμού νέων λιποκυττάρων στο σώμα (υπερπλασία λιποκυττάρων) και βοηθάει στην καταστολή της αποθήκευσης τριγλυκεριδίων στα ήδη υπάρχοντα λιποκύτταρα (υπερτροφία λιποκυττάρων). Ρυθμίζει, ακόμη, το μεταβολισμό της ινσουλίνης και του σακχάρου του αίματος. Γι αυτό, τα ανεπαρκή επίπεδα της συντελούν στην παθογένεση διαφόρων νόσων.
Συγκεκριμένα, οι χαμηλές συγκεντρώσεις του κύριου μεταβολίτη της Βιταμίνης D3, της 25-υδροξυβιταμίνης D3 [25(OH)D3] έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση του Διαβήτη Τύπου 2 και του Μεταβολικού συνδρόμου. Η έλλειψη της, μάλιστα, οδηγεί στην ανάπτυξη αντισωμάτων κατά των κυττάρων του παγκρέατος που εκκρίνουν ινσουλίνη (Διαβήτης Τύπου 1), ειδικότερα σε παιδιά που εμφανίζουν προδιάθεση (Προδιαβήτης).
Έχει διαπιστωθεί, επίσης, ότι τα επαρκή επίπεδα της Βιταμίνης D συμβάλλουν στην άνοδο των επιπέδων της σεροτονίνης, ενός νευροδιαβιβαστή ο οποίος, μεταξύ άλλων, είναι σε θέση να παίξει καίριο ρόλο στον έλεγχο της όρεξης, ενώ μπορεί να ενισχύσει το αίσθημα του κορεσμού και να βοηθήσει στη μείωση του βάρους.
Τα ιδεατά επίπεδα Βιταμίνης D σχετίζονται και με αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης, η οποία θα μπορούσε να συντελέσει και αυτή στην απώλεια σωματικού βάρους. Από την άλλη, η Βιταμίνη D μπορεί να παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή της λεπτίνης, μίας ορμόνης που βοηθάει στον έλεγχο της πείνας, καθώς και στην ποσότητα του λίπους που συσσωρεύεται στο σώμα.
Η σύνδεση της Βιταμίνης D με την παχυσαρκία βάσει ερευνών
Έχουν διενεργηθεί πολλές μελέτες που καταδεικνύουν ότι υπάρχουν μειωμένες πιθανότητες αύξησης του σωματικού βάρους ενός ατόμου που έχει επάρκεια Βιταμίνης D, ενώ αντίστροφα ενέχει αυξημένος ο κίνδυνος συσσώρευσης κιλών σε όσους παρουσιάζουν έλλειψη Βιταμίνης D.
Σε μία μελέτη μετρήθηκαν τα επίπεδα Βιταμίνης D στον ορό του αίματος 38 υπέρβαρων ανδρών και γυναικών, προτού οι συμμετέχοντες ακολουθήσουν ένα διαιτητικό πλάνο 11 εβδομάδων, κατά τη διάρκεια του οποίου προσλάμβαναν 750 θερμίδες λιγότερες από τις καθημερινές τους ανάγκες για την κάλυψη της απαραίτητης ενέργειας.
Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι για κάθε αύξηση 1 ng/ml στις συγκεντρώσεις της αρχικής συγκέντρωσης 25-υδροξυχοληκαλσιφερόλης (πρόδρομος ένωση της Βιταμίνης D) στο αίμα, παρατηρήθηκε απώλεια κιλών κατά 0,196 κιλά παραπάνω, ενώ για κάθε αύξηση 1 ng/ml στα επίπεδα της ενεργούς Βιταμίνης D (1,25 διυδροξυχοληκαλσιφερόλη), οι συμμετέχοντες στην έρευνα κατέληξαν να χάνουν 0,107 κιλά παραπάνω. Επιπλέον, τα άτομα που εμφάνιζαν υψηλότερες τιμές της ενεργούς μορφής Βιταμίνης D, παρουσίαζαν απώλεια περισσότερου υποδόριου λίπους.
Σε μία ακόμη μικρή μελέτη που διενεργήθηκε με 60 υπέρβαρες ή παχύσαρκες νεαρές γυναίκες, ηλικίας από 20 έως 35 ετών, συστήθηκε μία υποθερμιδική δίαιτα. Οι γυναίκες που διέθεταν αρχικές συγκεντρώσεις 25 (OH) D μεγαλύτερες των 20 ng / dL έχαναν περισσότερο σωματικό λίπος, εν αντιθέσει με εκείνες που τα επίπεδα Βιταμίνης D ήταν χαμηλότερα των 20 ng / dL.
Η σημασία της χορήγησης ιδανικών ποσοτήτων Βιταμίνης D
Παρά την ανάγκη να διενεργηθούν περαιτέρω κλινικές έρευνες, ούτως ώστε να αποσαφηνιστεί το κατά πόσο η διατήρηση επαρκών συγκεντρώσεων Βιταμίνης D στον ορό του αίματος μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή μεταβολικών δυσλειτουργιών σε υγιή άτομα, είναι σε όλους κατανοητό ότι τα ιδανικά επίπεδα Βιταμίνης D θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την επιτέλεση μίας σωρείας λειτουργιών στο σώμα μας και μπορούν να επιδράσουν θετικά στην ενεργειακή ομοιόσταση του οργανισμού μας και στη διατήρηση της βέλτιστης υγείας. Ειδικότερα πριν από την έναρξη ενός προγράμματος διατροφής, κρίνεται απαραίτητη προϋπόθεση ο τακτικός έλεγχος διάφορων δεικτών στον οργανισμό μας, όπως η Βιταμίνη D3, με απώτερο σκοπό τη διόρθωση ελλείψεων και την προαγωγή της υγείας μας.
Πλέον, υπάρχουν Εξειδικευμένες Μοριακές εξετάσεις, οι οποίες μπορούν να εντοπίσουν τις ελλείψεις πολύτιμων θρεπτικών συστατικών, ορμονών και βιταμινών, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η Βιταμίνη D. Σε περίπτωση, λοιπόν, που παρατηρείται ανεπάρκεια ή έλλειψη μικρο-μακροθρεπτικών συστατικών και Βιταμίνης D, κρίνεται απαραίτητο να εφοδιαζόμαστε με τις απαραίτητες ποσότητες.
Τα ιδανικά επίπεδα της Βιταμίνης D κυμαίνονται μεταξύ των 60 έως 100 ngr/dl, παρά ταύτα η ποσότητα που χρειαζόμαστε εξατομικεύεται, ανάλογα με την περίπτωση. Επιπλέον, βάσει των διαγνωστικών ευρημάτων, διαμορφώνονται εξατομικευμένα θεραπευτικά πρωτόκολλα, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν Θεραπευτική (Μοριακή) Διατροφή και ορμονική αποκατάσταση του οργανισμού, διότι δεν αποκλείεται να συντρέχουν άλλοι λόγοι δυσχέρειας απώλειας κιλών.
Διαβάστε επίσης
Ο ρόλος της βιταμίνης D στη θεραπεία της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας
Υπέρταση: Οι μηχανισμοί εκδήλωσης αυτού του “σιωπηλού δολοφόνου”
Ψωρίαση: Η βαθύτερη κατανόηση της νόσου
References:
- Wortsman J, Matsuoka LY, Chen TC, Lu Z, Holick MF. Decreased bioavailability of vitamin D in obesity. Am J Clin Nutr. 2000;72(3):690-3.
- Ortega RM, Lopez-Sobaler AM, Aparicio A, et al. Vitamin D status modification by two slightly hypocaloric diets in young overweight/obese women. Int J Vitam Nutr Res 2009;79:71–8
- Wood RJ. Vitamin D and adipogenesis: new molecular insights. Nutr Rev 2008 Jan;66(1):40-6.
- Chang E. Vitamin D decreases adipocyte lipid storage and increases NAD-SIRT1 pathway in 3T3-L1 adipocytes. Nutrition. 2016 Jun;32(6):702-8
- Patrick RP. Vitamin D hormone regulates serotonin synthesis. Part 1: relevance for autism. FASEB 2014 Jun;28(6):2398-413
- Walsh et al, Vitamin D in obesity, Curr Opin Endocrinol Diabetes Obes 2017
- Nimptsch K. Association between plasma 25-OH vitamin D and testosterone levels in men. Clin Endocrinol (Oxf) 2012 Jul; 77(1):106-112
- Cheng S, Massaro JM, Fox CS, Larson MG, Keyes MJ, McCabe EL, et al. Adiposity, cardiometabolic risk, and vitamin D status: the Framingham Heart Study. Diabetes. 2010;59(1):242-8.
- Afzal S, Brondum-Jacobsen P, Bojesen SE, Nordestgaard BG. Vitamin D concentration, obesity, and risk of diabetes: a mendelian randomisation study. Lancet Diabetes Endocrinol. 2014;2(4):298-306.
- WHO/FAO (2001). Human Vitamin and Mineral Requirements. Report of a Joint FAO/WHO expert consultation, Bangkok, Thailand. Food and Agriculture Organization of the United Nations. World Health Organization. Food and Nutrition Division FAO Rome.
Αφήστε μια απάντηση