Η συσχέτιση της διατροφής με τα Χρόνια και Αυτοάνοσα νοσήματα
Είναι, πλέον, ευρέως γνωστό ότι η διατροφή παίζει καθοριστικό ρόλο στην υγεία μας, καθώς επιδρά σε σημαντικές μοριακές διεργασίες. Η ομοιόσταση του σώματος μας και οι μεταβολικές οδοί εξαρτώνται άμεσα από τη λήψη και την απορρόφηση των τροφών που καταναλώνουμε. Η επαρκής πρόσληψη όλων εκείνων των πολύτιμων θρεπτικών συστατικών που συμβάλλουν στην εξασφάλιση της βιοχημικής ισορροπίας είναι απαραίτητη για τον οργανισμό μας.
Τελευταία μάλιστα, η συσχέτιση της διατροφής με την ανάπτυξη και εξέλιξη των χρόνιων και αυτοάνοσων νοσημάτων καθίσταται ολοένα και περισσότερο αντικείμενο συζήτησης και πεδίο έρευνας. Τόσο τα Χρόνια όσο και τα Αυτοάνοσα νοσήματα αποτελούν χρόνιες παθολογικές καταστάσεις του οργανισμού κατά τις οποίες το σώμα μας αποκλίνει από τη φυσιολογική του πορεία, με επακόλουθο την εκδήλωση ποικίλων προβλημάτων και δυσλειτουργιών.
Τα κύτταρα μας λειτουργούν ως αφετηρία έναρξης των παθολογικών αυτών καταστάσεων. Όλα ξεκινούν από αυτές τις μικρότερες δομικές και λειτουργικές μονάδες ζωής. Η συνολική κατάσταση της υγείας μας εξαρτάται από τη βιοχημική και ορμονική τους ισορροπία. Οποιαδήποτε παράμετρος επιφέρει αλλοιώσεις στη βιοχημική ή γενετική πληροφορία σε επίπεδο κυττάρου ενοχοποιείται για την εκδήλωση χρόνιων και αυτοάνοσων παθήσεων.
Οι βασικότεροι λόγοι που εμπλέκονται στην ανάπτυξη τέτοιου είδους νοσημάτων σχετίζονται με τη μειωμένη παραγωγή ή την ανεπάρκεια ενζύμων, ορμονών και λοιπών στοιχείων καύσης του οργανισμού. Αυτού του είδους οι ανισορροπίες προκαλούν βιοχημική εκτροπή στους μηχανισμούς και στη λειτουργία των κυττάρων μας και η διατροφή διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εμφάνιση ή μη των συγκεκριμένων διαταραχών και δυσλειτουργιών.
Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς από το γεγονός ότι η ενέργεια που χρειάζεται ο οργανισμός μας, προκειμένου να αναπτυχθεί και να εξασφαλίσει την επιβίωση του, προέρχεται ως επί το πλείστον από την ποσότητα και ποιότητα των τροφών. Σε συνδυασμό με το οξυγόνο, το νερό και την επαρκή έκθεση στον ήλιο, το σώμα μας διαθέτει τις κατάλληλες προδιαγραφές, ούτως ώστε να επιτευχθεί η παραγωγή των βιοχημικών του καυσίμων (αμινοξέα, ορμόνες, ένζυμα, πρωτεΐνες).
Εντούτοις, η συστηματοποίηση με σκοπό την επιτάχυνση της παραγωγής στη βιομηχανία τροφίμων έχει οδηγήσει στην πτώση της ποιότητας των τροφίμων, με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται πλήρως οι ανάγκες του οργανισμού μας σε θρεπτικά στοιχεία. Επιπλέον, η κατανάλωση τροφών αυξημένης περιεκτικότητας σε ζάχαρη και σε επεξεργασμένους υδατάνθρακες έχει θεωρηθεί ότι σχετίζεται με τη δημιουργία χρόνιων φλεγμονών, μία κατάσταση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη απορρύθμιση του ανοσοποιητικού μας συστήματος και να πυροδοτήσει την αυτοανοσία.
Ο συγκερασμός όλων των προαναφερθέντων φθίνει την αποδοτικότητα των κυττάρων μας, με επακόλουθο την εμφάνιση ελλείψεων και παρεκτροπών. Όμως, οποιαδήποτε παρεκτροπή μπορεί να επιφέρει μεταβολική δυσλειτουργία, η οποία ακολούθως ευθύνεται για την εκδήλωση αυτοάνοσων και χρόνιων νοσημάτων. Τότε αναπτύσσονται και εκλύονται αυτού του είδους τα νοσήματα.
Η διαμόρφωση μίας σύγχρονης θεραπευτικής προσέγγισης
Γι΄ αυτό το λόγο, η διατροφή παίζει καθοριστικό ρόλο όσον αφορά στην πρόληψη αλλά και στη θεραπεία των χρόνιων και αυτοάνοσων παθήσεων. Το καλό είναι ότι μέσα από την ανίχνευση της βαθύτερης αιτίας του προβλήματος και την εκπόνηση μίας σωστής διατροφικής στρατηγικής είναι δυνατόν να ανασταλεί έως και να αναστραφεί η εξέλιξη της εκάστοτε αυτοάνοσης ή χρόνιας νόσου.
Μια διαφορετική προσέγγιση της Ιατρικής για τις χρόνιες και αυτοάνοσες παθήσεις επιδιώκει να ανιχνεύσει τα αίτια που οδηγούν στην αυτοανοσία και ακολούθως να τα εξαλείψει. Για να το επιτύχει αυτό, βασίζεται στους μηχανισμούς των διατροφικών στοιχείων και στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αυτά δρουν σε κυτταρικό επίπεδο ως ρυθμιστές των λειτουργιών ιστών και οργάνων. Ένα μείζον κομμάτι της συγκεκριμένης θεραπευτικής προσέγγισης αποτελεί η εξατομικευμένη διατροφή.
Οι αρχές της Εξατομικευμένης Διατροφής
Η Επιγενετική επιστήμη αποτελεί τη μελέτη των περιβαλλοντικών παραγόντων που επηρεάζουν την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση των γονιδίων και επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο τα κύτταρα εκφράζουν τον γενετικό κώδικα. Η Διατροφογονιδιωματική Έρευνα αποτελεί ένα σκέλος της Επιγενετικής επιστήμης που διερευνά τη σχέση μεταξύ των γονιδίων, της διατροφής και της υγείας και επιχειρεί να προσδιορίσει τους γονότυπους που συνδέονται με την εκάστοτε νόσο. Επίσης, αποσκοπεί στην τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών, με απώτερο σκοπό τη θεραπεία των αυτοάνοσων και χρόνιων παθήσεων.
Από τη Διατροφογονιδιωματική έρευνα έχει προκύψει και η Εξατομικευμένη Διατροφή, βάσει της οποίας τα μικρο-και μακροθρεπτικά συστατικά επηρεάζουν τη δομή του DNA και επιδρούν στο μεταβολισμό και στην έκφραση των γονιδίων. Σύμφωνα, μάλιστα, με μία μελέτη που παρουσιάστηκε σε ένα συμπόσιο πειραματικής βιολογίας για τη βελτίωση της ανθρώπινης διατροφής μέσω της γονιδιωματικής, της πρωτεϊνωματικής και της βιοτεχνολογίας, υποστηρίχθηκε ότι η ποικιλομορφία του πληθυσμού των ανθρώπων αποτελεί μια διατροφική πραγματικότητα και κάνει επιτακτική την ανάγκη εξατομίκευσης των προβλημάτων που αφορούν στη ρύθμιση του μεταβολισμού, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί επιτυχώς το κάθε πρόβλημα.
Από αυτό αναδεικνύεται και η ανάγκη προσέγγισης των διατροφικών αναγκών των ατόμων, με γνώμονα τις μεταβολικές και γενετικές του ιδιαιτερότητες, αντί να τοποθετούνται οι πάντες κάτω από μια ομπρέλα γενικεύσεων.
Η Διατροφή Ακριβείας ως αρωγός στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων και χρόνιων παθήσεων
Εξαιτίας όλων των παραπάνω, δημιουργήθηκε η ανάγκη εκπόνησης ενός διατροφικού προγράμματος το οποίο θα μπορούσε να συμβάλλει στην κάλυψη των ενδεχόμενων ανεπαρκειών που εντοπίζονται στον οργανισμό του κάθε ατόμου, αντιμετωπίζοντας τον ως μεμονωμένο περιστατικό.
Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, διαμορφώθηκε ως σημαντικό μέρος των θεραπευτικών πρωτοκόλλων για την αντιμετώπιση των αυτοάνοσων και χρόνιων νοσημάτων η Διατροφή Ακριβείας, η οποία θεωρεί ότι κάθε οργανισμός είναι μοναδικός. Στην προσπάθεια μας να το κατανοήσουμε αυτό, αρκεί να σκεφτούμε το εξής. Δύο ή περισσότερα άτομα μπορεί να πάσχουν από την ίδια διαταραχή (π.χ. υποθυρεοειδισμός). Παρά ταύτα, οι μηχανισμοί που προκάλεσαν το συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας ενδέχεται να διαφοροποιούνται.
Συνεπώς, η Διατροφή Ακριβείας προτείνει διαφορετικές τροφές για κάθε άτομο που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των κυτταρικών ελλείψεων, οι οποίες αποτελούν τα βασικότερα αίτια για την ανάπτυξη των αυτοάνοσων και χρόνιων νοσημάτων. Οι βαθύτεροι στόχοι της θεραπευτικής διατροφής, κατ΄ουσίαν, συνίστανται στην επίτευξη της κυτταρικής ομοιόστασης, στην εύρυθμη δηλαδή βιοχημική ισορροπία αυτών, με επακόλουθο την εξασφάλιση της βέλτιστης υγείας του ασθενούς.
Στο πλαίσιο αυτό, η θεραπευτική Διατροφή Ακριβείας στηρίζεται στη διεξαγωγή Εξειδικευμένων εξετάσεων πλήρους Μεταβολικού Προφίλ, οι οποίες διερευνούν το τι δεν λειτουργεί ομαλά σε κυτταρικό και βιοχημικό επίπεδο στον οργανισμό του καθενός. Εφόσον ανευρεθούν τα ακριβή αίτια διαταραχών του μεταβολισμού, τότε δομείται εξατομικευμένα ένα διατροφικό θεραπευτικό πρωτόκολλο.
Δεδομένου ότι το ανθρώπινο σώμα λειτουργεί σαν μία μηχανή καύσης, μέσα από την πρόσληψη της σωστής τροφής, στις ιδανικές για κάθε άτομο ποσότητες, επιτυγχάνονται οι σωστές καύσεις του κυττάρου. Ως εκ τούτου, σταδιακά ενισχύεται ο κάθε οργανισμός με όλα εκείνα τα απαραίτητα συστατικά που εδραιώνουν την καλή υγεία και τις σωστές μεταβολικές λειτουργίες του κυττάρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ασθενής αφενός μπορεί να προστατευθεί από την εκδήλωση χρόνιων, αυτοάνοσων ή/και νοσημάτων, τα οποία προκύπτουν ως επακόλουθο κυτταρικών δυσλειτουργιών, κι αφετέρου να θεραπευτεί σε περίπτωση που πάσχει ήδη από κάποιο αυτοάνοσο ή χρόνιο νόσημα.
Εν κατακλείδι, το κλειδί της επιτυχίας της Διατροφής Ακριβείας έγκειται στο ότι κάθε περιστατικό εξετάζεται ως μεμονωμένο και με βάση την εκάστοτε περίπτωση, προτείνεται ένα διατροφικό θεραπευτικό πρόγραμμα που βασίζεται σε τεκμηριωμένα επιστημονικά κριτήρια και δεν προκύπτει από τυχαιότητες κι από στατιστικές.
Μέσα από την τήρηση μίας διατροφής που ευθυγραμμίζεται με τη βιολογία του ανθρώπινου οργανισμού και περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδεις τροφές, μπορεί να επιβραδυνθεί έως και να αναχαιτιστεί η εξέλιξη της κάθε αυτοάνοσης ή χρόνιας πάθησης. Παρά το γεγονός ότι δεν υφίσταται κάποια συγκεκριμένη διατροφή για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των αυτοάνοσων και χρόνιων ασθενειών, υπάρχουν θρεπτικά συστατικά που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος και παρεμποδίζουν την αυτοανοσία.
Τα διατροφολογικά θεραπευτικά πρωτόκολλα που χορηγούνται διαφοροποιούνται ανάλογα με το εκάστοτε χρόνιο ή αυτοάνοσο νόσημα από το οποίο πάσχει ο ασθενής και εξατομικεύονται βάσει πληθώρας παραγόντων. Με αυτές τις μεθόδους, σταδιακά, αποκαθίσταται η επάρκεια του οργανισμού σε θρεπτικά συστατικά και μικροστοιχεία, με αποτέλεσμα να προάγεται η συνολική υγεία του κάθε ασθενούς. Συνεπώς, αντιμετωπίζονται τα αυτοάνοσα ή χρόνια νοσήματα που υποβόσκουν και οι ασθενείς βλέπουν την ποιότητα ζωής τους να ενισχύεται.
Διαβάστε επίσης
Η σημασία των μικροθρεπτικών συστατικών για τον ανθρώπινο οργανισμό
Ο Μεταβολισμός ως πρωταρχικό πεδίο στόχευσης στα Αυτοάνοσα Νοσήματα
Πηγές – Βιβλιογραφία
- Heindal JJ, Endocrine disruptors and the obesity epidemic, Toxicol Sci 76; 2:247-49, 2003
- Alonso-Magdalena P, et al, The estrogenic effect of bisphenol A disrupts pancreatic B-cell function in vivo and induces insulin resistance, Environ Health Perspect 114:106-12, 2006
- Feige JN, et al, The endocrine disruptor monoethyl-hexyl phthalate is a selective peroxisome proliferator-activated receptor gamma modulator that promotes adipogenesis, JBiol Chem 282:19152-66, 2007
- Baillie-Hamilton PF, Chemical toxins: a hypothesis to explain the global obesity epidemic, JAIt Complement Med 8;2:185-92, 2002
- The Hundred Year Diet in the Wall Street (May 10, 2010, A I5)
- Vom Saal FS, Welshons WV, Large effects from small exposures. II. The importance of positive controls in low-dose research on bisphenol A, Environ Res, 100;1:50-76, Jan. 2006
- Feige JN, et al, The pollutant diethylhexyl phthalate regulates hepatic energy metabolism via species-specific PPARa-dependent mechanisms, Environ Health Persp, 118; 2:234-41, Feb 2010
- Afman L, Müller M. Nutrigenomics: from molecular nutrition to prevention of disease. J Am Diet Assoc. 2006;106(4):569–576. doi: 10.1016/j.jada.2006.01.001.
- Ashworth CJ, Beattie L, Antipatis C, et al. Effects of pre- and post-mating feed intake on blastocyst size, secretory function and glucose metabolism in Meishan gilts. Reprod Fert Dev. 1999;11(6):323–327. doi: 10.1071/RD99040
- Dai B, Zhang YS, Ma ZL, et al. Influence of dietary taurine and housing density on oviduct function in laying hens. J Zhejiang Univ-Sci B (Biomed & Biotechnol) 2015;16(6):456–464. doi: 10.1631/jzus.B1400256.
- Nie YF, Hu J, Yan XH. Cross-talk between bile acids and intestinal microbiota in host metabolism and health. J Zhejiang Univ-Sci B (Biomed & Biotechnol) 2015;16(6):436–446. doi: 10.1631/jzus.B1400327.
- Nie CX, Zhang WJ, Wang YQ, et al. Tissue lipid metabolism and hepatic metabolomic profiling in response to supplementation of fermented cottonseed meal in the diets of broiler chickens. J Zhejiang Univ-Sci B (Biomed & Biotechnol) 2015;16(6):447–455. doi: 10.1631/jzus.B1400255.
Αφήστε μια απάντηση